ἡμέτεροι

ἡμέτεροι
ἡμέτερος
our
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …   Dictionary of Greek

  • ημέτερος — η, ο δικός μας, ο άνθρωπός μας, ο κομματικός μας φίλος: Υπάρχουν πολλοί ημέτεροι δημόσιοι υπάλληλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”